Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ποῖ τὰ κληρωτήρια τρέψεις

См. также в других словарях:

  • κληρωτήριον — κληρωτήριον, τὸ (Α) 1. (στην αρχαία Αθήνα) ο τόπος στο θέατρο όπου συνεδρίαζαν οι άρχοντες και οι δικαστές, οι κληρωτοί 2. η κληρωτίδα («τὰ δὲ κληρωτήρια ποῑ τρέψεις;», Αριστοφ.) 3. τόπος όπου γίνονταν εκλογές αρχόντων, δικαστών κ.λπ. με κλήρωση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»